κατάφωρος: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάφωρος:''' -ον, [[σαφής]], [[κατάδηλος]], [[φανερός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''κατάφωρος:''' -ον, [[σαφής]], [[κατάδηλος]], [[φανερός]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάφωρος:''' <b class="num">1)</b> пойманный на месте преступления, уличенный (ἡ Γλαυκία φοβουμένη κ. [[γενέσθαι]], κατέφυγε Plut.);<br /><b class="num">2)</b> явный, открытый: τῆς γνώμης κ. γεγονέναι Plut. открыть свои намерения. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A detected, Onos.39.2, J.AJ20.11.1, Plu.2.301b, App.BC1.25, Charito 1.1, Ach. Tat.2.17, POxy.71.11 (iv A.D.). II evident, manifest, D.H.Rh.9.5; κ. τῆς γνώμης γεγονέναι Plu.Cat.Mi. 54. III v. κατάφορος 111.
German (Pape)
[Seite 1390] ertappt, überführt; κατ. τῆς γνώμης γενόμενος Plut. Cat. min. 54; Ael. V. H. 12, 58 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάφωρος: -ον, ὁ καταφωραθείς, ἀνακαλυφθείς, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 24, Συλλ. Ἐπιγρ. 3916. ΙΙ. σαφής, κατάδηλος, φανερός, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5˙ κ. τῆς γνώμης γενέσθαι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pris sur le fait.
Étymologie: κατά, φώρ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάφωρος, -ον)
1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία»
2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ' αυτοφώρω» να κάνει κάτι
αρχ.
κατάφορος.
επίρρ...
κατάφωρα και καταφώρως
ολοφάνερα, καταφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φωρος (< φώρ, -ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό-φωρος, περί-φωρος].
Greek Monotonic
κατάφωρος: -ον, σαφής, κατάδηλος, φανερός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κατάφωρος: 1) пойманный на месте преступления, уличенный (ἡ Γλαυκία φοβουμένη κ. γενέσθαι, κατέφυγε Plut.);
2) явный, открытый: τῆς γνώμης κ. γεγονέναι Plut. открыть свои намерения.