κατερυκάνω: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατερῡκάνω:''' [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κατερῡκάνω:''' [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατερῡκάνω:''' Hom. = [[κατερύκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], lengthd. form of
A κατερύκω, μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε Il.24.218.
German (Pape)
[Seite 1397] = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
κατερῡκάνω: ᾰ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf;
c. κατερύκω.
Greek Monolingual
κατερυκάνω (Α)
(παρεκτεταμ. τ. του κατερύκω) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω.
Greek Monotonic
κατερῡκάνω: [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κατερῡκάνω: Hom. = κατερύκω.