καταπλοκή: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπλοκή]], ἡ (AM [[καταπλέκω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[περιπλοκή]], [[μπέρδεμα]], [[ατυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πυκνή, έντονη [[πλοκή]], [[συμπλοκή]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> κατιούσα μελωδική [[γραμμή]]. | |mltxt=[[καταπλοκή]], ἡ (AM [[καταπλέκω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[περιπλοκή]], [[μπέρδεμα]], [[ατυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πυκνή, έντονη [[πλοκή]], [[συμπλοκή]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> κατιούσα μελωδική [[γραμμή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπλοκή:''' ἡ сплетение, переплетение (τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A entwining, interlacing, τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Pl.Ti.76d; complication, τῶν πραγμάτων Artem.2.5. II in Music, descending progression, opp. ἀναπλοκή, Ptol.Harm.2.12.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, das Verbinden, Verknüpfen, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους καταπλοκῇ τοῦ νεύρου Plat. Tim. 76 d. – In der Tonkunst die Verbindung mehrerer Töne in abwärts laufender Folge.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλοκή: ἡ, τὸ καταπλέκειν, πλέξιμον πυκνόν, συμπλοκή, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους κ. τοῦ νεύρου Πλάτ. Τίμ. 76D· μεταφ., δόλους καὶ ἐνέδρας καὶ κ. τῶν χρημάτων Ἀρτεμίδ. 2. 5. σ. 137. 20· κ. τῶν χρεῶν ὁ αὐτ. 6. 139. 7. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, ἡ σχέσις τῶν φθόγγων κατιόντων ἐν κανονικῇ διαδοχῇ, ἀντιθ. τῷ ἀναπλοκή, Πτολεμ. Ἁρμ.
Greek Monolingual
καταπλοκή, ἡ (AM καταπλέκω
μσν.
μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα, ατυχία
αρχ.
1. πυκνή, έντονη πλοκή, συμπλοκή
2. μουσ. κατιούσα μελωδική γραμμή.
Russian (Dvoretsky)
καταπλοκή: ἡ сплетение, переплетение (τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Plat.).