κητοφόνος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κητοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που σκοτώνει θαλάσσια τέρατα, σε Ανθ. | |lsmtext='''κητοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που σκοτώνει θαλάσσια τέρατα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κητοφόνος:''' убивающий морские чудища ([[τρίαινα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A killing sea-monsters, AP6.38 (Phil.), Opp.H.5.113.
German (Pape)
[Seite 1435] Meer-, Thunfische tödtend; τρίαινα Philp. 23 (VI, 38); Opp. Hal. 5, 113.
Greek (Liddell-Scott)
κητοφόνος: -ον, ὁ φονεύων κήτη, Ἀνθ. Π. 6. 30, Ὀππ. Ἁλ. 5. 113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les gros poissons.
Étymologie: κῆτος, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
κητοφόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει κήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόνος (< θείνω), πρβλ. δολο-φόνος, τυραννο-φόνος.
Greek Monotonic
κητοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει θαλάσσια τέρατα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κητοφόνος: убивающий морские чудища (τρίαινα Anth.).