κηρύκιον: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(20)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηρύκιον]], τὸ (Α) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[κηρύκειον]]<br /><b>2.</b> [[κολλύριο]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κηρύκια</i><br />οξείς, μυτεροί λίθοι.
|mltxt=[[κηρύκιον]], τὸ (Α) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[κηρύκειον]]<br /><b>2.</b> [[κολλύριο]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κηρύκια</i><br />οξείς, μυτεροί λίθοι.
}}
{{elru
|elrutext='''κηρύκιον:''' (ῡ, Anth. ῠ) τό = [[κηρύκειον]].
}}
}}

Revision as of 22:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρύκιον Medium diacritics: κηρύκιον Low diacritics: κηρύκιον Capitals: ΚΗΡΥΚΙΟΝ
Transliteration A: kērýkion Transliteration B: kērykion Transliteration C: kirykion Beta Code: khru/kion

English (LSJ)

τό,

   A v. κηρύκειον.    II eye-salve, Alex.Trall. 2.    III in pl., sharp, pointed stones, Paul.Aeg.6.88.

German (Pape)

[Seite 1434] τό, 1) = κηρύκειον, Heroldstab, κηρύκια συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν Din. 1, 18, auch sonst als v. l. – 2) die Meerschnecke, die auch κήρυξ heißt; – eine Augensalbe. – [Υ ist kurz gebraucht von Nicarch. 31 (XI, 124) u. Leo phil. 9 (IX, 541).]

Greek (Liddell-Scott)

κηρύκιον: τό, ἴδε ἐν λέξ. κηρύκειον. ΙΙ. εἶδος ὀστρακόδερμου, πρβλ. κῆρυξ ΙΙ. ΙΙΙ. ἀλοιφή τις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 131.

Greek Monolingual

κηρύκιον, τὸ (Α) κήρυξ
1. δ. γρφ. του κηρύκειον
2. κολλύριο
3. στον πληθ. τὰ κηρύκια
οξείς, μυτεροί λίθοι.

Russian (Dvoretsky)

κηρύκιον: (ῡ, Anth. ῠ) τό = κηρύκειον.