κόρημα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόρημα:''' -ατος, τό ([[κορέω]]), [[σάρωμα]], [[σκούπα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κόρημα:''' -ατος, τό ([[κορέω]]), [[σάρωμα]], [[σκούπα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κόρημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> метла Arph.;<br /><b class="num">2)</b> сор, мусор Arph.
}}
}}

Revision as of 23:05, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρημα Medium diacritics: κόρημα Low diacritics: κόρημα Capitals: ΚΟΡΗΜΑ
Transliteration A: kórēma Transliteration B: korēma Transliteration C: korima Beta Code: ko/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sweepings, refuse, Ar.Fr.474: in pl., Hermipp.47.10 (anap.).    II besom, broom, Ar.Pax59, Eup.157, 228.4, Gal.12.93.

German (Pape)

[Seite 1486] τό, das Ausgefegte, der Kehricht; Ar. bei Poll. 10, 29; Hermipp. bei Ath. XI, 487 f; Poll. 6, 94; – der Besen; Ar. Pax 59; Eupol. bei Poll. 10, 28.

Greek (Liddell-Scott)

κόρημα: τό, τὸ κορούμενον κάθαρμα, «σκουπίδι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 408· ἐν τῷ πληθ., Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2. ΙΙ. σάρωθρον, «σκοῦπα», Ἀριστοφ. Εἰρ. 59, «τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει» Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
balai.
Étymologie: κορέω.

Greek Monolingual

το (Α κόρημα, -ήματος) κορέω (ΙΙ)]
νεοελλ.
φρ. «πλευρικά κορήματα»
γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα της μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων
αρχ.
1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα, σκουπίδι
2. σάρωθρο, σκούπα, κόρηθρον («τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει», Εύπ.).

Greek Monotonic

κόρημα: -ατος, τό (κορέω), σάρωμα, σκούπα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κόρημα: ατος τό1) метла Arph.;
2) сор, мусор Arph.