κοναβηδόν: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κονᾰβηδόν:''' επίρρ., με κρότο, με θόρυβο, με πάταγο, σε Ανθ.
|lsmtext='''κονᾰβηδόν:''' επίρρ., με κρότο, με θόρυβο, με πάταγο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κονᾰβηδόν:''' adv. с шумом Anth.
}}
}}

Revision as of 23:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονᾰβηδόν Medium diacritics: κοναβηδόν Low diacritics: κοναβηδόν Capitals: ΚΟΝΑΒΗΔΟΝ
Transliteration A: konabēdón Transliteration B: konabēdon Transliteration C: konavidon Beta Code: konabhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A with a noise, clash, AP7.531 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 1480] mit Getöse, Gerassel, Antip. Th. 26 (VII, 531).

Greek (Liddell-Scott)

κονᾰβηδόν: Ἐπίρρ. μετὰ κονάβου, κρότου, ψόφου, ἀντηχήσεως, κλαγγῆς, Ἀνθ. Π. 7. 531.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un bruit retentissant.
Étymologie: κοναβέω, -δον.

Greek Monolingual

κοναβηδόν (Α)
επίρρ. με θόρυβο, με κρότο, με πάταγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόναβος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμ-ηδόν, σωρ-ηδόν)].

Greek Monotonic

κονᾰβηδόν: επίρρ., με κρότο, με θόρυβο, με πάταγο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κονᾰβηδόν: adv. с шумом Anth.