κοναβηδόν: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κονᾰβηδόν:''' επίρρ., με κρότο, με θόρυβο, με πάταγο, σε Ανθ. | |lsmtext='''κονᾰβηδόν:''' επίρρ., με κρότο, με θόρυβο, με πάταγο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κονᾰβηδόν:''' adv. с шумом Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A with a noise, clash, AP7.531 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 1480] mit Getöse, Gerassel, Antip. Th. 26 (VII, 531).
Greek (Liddell-Scott)
κονᾰβηδόν: Ἐπίρρ. μετὰ κονάβου, κρότου, ψόφου, ἀντηχήσεως, κλαγγῆς, Ἀνθ. Π. 7. 531.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un bruit retentissant.
Étymologie: κοναβέω, -δον.
Greek Monolingual
κοναβηδόν (Α)
επίρρ. με θόρυβο, με κρότο, με πάταγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόναβος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμ-ηδόν, σωρ-ηδόν)].
Greek Monotonic
κονᾰβηδόν: επίρρ., με κρότο, με θόρυβο, με πάταγο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κονᾰβηδόν: adv. с шумом Anth.