κοπιώδης: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(nl)
(3)
Line 18: Line 18:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοπιώδης -ες [κοπιάω] afmattend.
|elnltext=κοπιώδης -ες [κοπιάω] afmattend.
}}
{{elru
|elrutext='''κοπιώδης:''' утомительный (οἱ περίπατοι Arst.).
}}
}}

Revision as of 23:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπιώδης Medium diacritics: κοπιώδης Low diacritics: κοπιώδης Capitals: ΚΟΠΙΩΔΗΣ
Transliteration A: kopiṓdēs Transliteration B: kopiōdēs Transliteration C: kopiodis Beta Code: kopiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = κοπώδης, Hp.Epid.1.26.5, Arist.Pr.885b2: Comp., ib.a17; κ. πυρετοί Hp.Prorrh.1.142, Gal.7.626.

Greek (Liddell-Scott)

κοπιώδης: -ες, = κοπώδης (ἂν μὴ τοῦτ’ αὐτὸ ἀναγνωστέον), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 982, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 1.

Greek Monolingual

-ες (Α κοπιώδης, -ῶδες) κοπιώ
1. επίπονος, κοπιαστικός, κουραστικός (α. «κοπιώδης εργασία» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)
2. οχληρός, φορτικός.
επίρρ...
κοπιωδώς
κοπιαστικά, κουραστικά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπιώδης -ες [κοπιάω] afmattend.

Russian (Dvoretsky)

κοπιώδης: утомительный (οἱ περίπατοι Arst.).