λεπτόν: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(5)
(3)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπτόν:''' (ενν. [[νόμισμα]]), τό, [[πολύ]] μικρό [[νόμισμα]], απειροελάχιστη [[ποσότητα]] χρημάτων (το 1/6 της δραχμής), σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''λεπτόν:''' (ενν. [[νόμισμα]]), τό, [[πολύ]] μικρό [[νόμισμα]], απειροελάχιστη [[ποσότητα]] χρημάτων (το 1/6 της δραχμής), σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτόν:''' <b class="num">I</b> τό (sc. [[μέρος]])<br /><b class="num">1)</b> 60-я часть градуса, минута Sext.;<br /><b class="num">2)</b> тонкая часть: λεπτὰ τὰ [[πρῴραθεν]] ἔχειν Thuc. суживаться по направлению к корабельному носу;<br /><b class="num">3)</b> тонкая линия: ἐπὶ λ. τετάχθαι Xen. быть выстроенным в узкую линию (о боевом порядке);<br /><b class="num">4)</b> мелкая порода: τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων Her. мелкий скот;<br /><b class="num">5)</b> тонкость, деталь: κατὰ λ. Cic. обстоятельно;<br /><b class="num">6)</b> лепта, мелкая монета ([[χήρα]] πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ [[δύο]], ὅ ἐστι [[κοδράντης]] NT).<br /><b class="num">II</b> adv. высоким голосом, тонко, нежно (ἀμφιτιττυβίζειν Arph.).
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 30] τό, sc. νόμισμα, ein kleines Stück Geld, kleine Münze, N. T – Bei S. Emp. adv. astrol. 5 der sechszigste Theil eines Grades.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
1 (s.e. νόμισμα) petite pièce de monnaie, menue monnaie;
2 (s.e. ἔντερον) l’intestin grêle;
3 (s.e. μέρος) minute, soixantième partie d’un degré.
Étymologie: λεπτός.

English (Strong)

neuter of a derivative of the same as λεπίς; something scaled (light), i.e. a small coin: mite.

Greek Monolingual

λεπτόν, τὸ (ΑM)
βλ. λεπτό.

Greek Monotonic

λεπτόν: (ενν. νόμισμα), τό, πολύ μικρό νόμισμα, απειροελάχιστη ποσότητα χρημάτων (το 1/6 της δραχμής), σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

λεπτόν: I τό (sc. μέρος)
1) 60-я часть градуса, минута Sext.;
2) тонкая часть: λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν Thuc. суживаться по направлению к корабельному носу;
3) тонкая линия: ἐπὶ λ. τετάχθαι Xen. быть выстроенным в узкую линию (о боевом порядке);
4) мелкая порода: τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων Her. мелкий скот;
5) тонкость, деталь: κατὰ λ. Cic. обстоятельно;
6) лепта, мелкая монета (χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ ἐστι κοδράντης NT).
II adv. высоким голосом, тонко, нежно (ἀμφιτιττυβίζειν Arph.).