λεύσιμος: Difference between revisions
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεύσῐμος:''' -ον ([[λεύω]]), αυτός που χρησιμοποιεί λιθοβολισμό, σε Ευρ.· <i>λεύσιμοι καταφθοραί</i> ή [[θάνατος]], [[θάνατος]] δια λιθοβολισμού, στον ίδ.· λεύσιμοι [[ἀραί]], κατάρες που οδηγούν στον λιθοβολισμό, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''λεύσῐμος:''' -ον ([[λεύω]]), αυτός που χρησιμοποιεί λιθοβολισμό, σε Ευρ.· <i>λεύσιμοι καταφθοραί</i> ή [[θάνατος]], [[θάνατος]] δια λιθοβολισμού, στον ίδ.· λεύσιμοι [[ἀραί]], κατάρες που οδηγούν στον λιθοβολισμό, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεύσιμος:''' <b class="num">1)</b> побивающий камнями ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> состоящий в побивании камнями ([[θάνατος]] Eur.): [[θανεῖν]] λευσίμῳ πετρώματι Eur. быть побитым камнями (насмерть);<br /><b class="num">3)</b> осуждающий на побиение камнями ([[δίκη]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> сопровождающийся побиением камнями ([[ἀραί]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (λεύω)
A stoning, χεὶρ λ. E.Or.863; λ. καταφθοραί death by stoning, Id.Ion1237 (lyr.); θανάτου λεύσιμον ἄταν ib.1240 (lyr.); θανεῖν λ. πετρώματι Id.Or.50; λ. δοῦναι δίκην ib.614, cf. Heracl.60; λ. ἀραί curses that will end in stoning, A.Ag..1616; stoned, θῦμα ib.1118 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 36] das Steinigen betreffend, εἰ χρὴ θανεῖν νὼ λευσίμῳ πετρώματι, durch Steinigung sterben, Eur. Or. 50; καταφθοραί, ἄτα, Ion 1236. 1240; ἄλγος, Heracl. 765, wie Aesch. δημοῤῥιφεῖς λευσίμους ἀράς, des Volkes Fluch mit der Steinigung, Ag. 1599; auch der Steinigung verdient, κατολολυξάτω θύματος λευσίμου, 1089.
Greek (Liddell-Scott)
λεύσῐμος: -ον, (λεύω) λιθοβολῶν, χεὶρ λ. Εὐρ. Ὀρ. 863· λ. καταφθοραί, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Εὐρ. Ἴων 1236· θανάτου λεύσιμον ἄταν αὐτόθι 1239· θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 50· λ. δοῦναι δίκην αὐτόθι 614, πρβλ. Ἡρακλ. 60· λ. ἀραί, κατάραι ὧν τὸ τέλος ἔσται ἡ λιθοβολία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616· ἴδε ἐν λέξ. θῦμα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne la lapidation : λεύσιμοι ἀραί ESCHL imprécations pour souhaiter à qqn d’être lapidé.
Étymologie: λεύω.
Greek Monolingual
λεύσιμος, -ον (Α) λεύω
1. αυτός που λιθοβολεί, ο λιθοβόλος («πότερα λευσίμῳ χειρὶ ἢ διὰ σιδήρου πνεῡμ' ἀπορρῆξαί με δεῑ», Ευρ.)
2. φρ. «λεύσιμοι καταφθοραί» — θάνατοι με λιθοβολισμό.
Greek Monotonic
λεύσῐμος: -ον (λεύω), αυτός που χρησιμοποιεί λιθοβολισμό, σε Ευρ.· λεύσιμοι καταφθοραί ή θάνατος, θάνατος δια λιθοβολισμού, στον ίδ.· λεύσιμοι ἀραί, κατάρες που οδηγούν στον λιθοβολισμό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λεύσιμος: 1) побивающий камнями (χείρ Eur.);
2) состоящий в побивании камнями (θάνατος Eur.): θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι Eur. быть побитым камнями (насмерть);
3) осуждающий на побиение камнями (δίκη Eur.);
4) сопровождающийся побиением камнями (ἀραί Aesch.).