λινοῦς: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐνοῦς:''' -ῆ, -οῦν, συνηρ. αντί [[λίνεος]]. | |lsmtext='''λῐνοῦς:''' -ῆ, -οῦν, συνηρ. αντί [[λίνεος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐνοῦς:''' стяж. = [[λίνεος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆ, οῦν, contr. for λίνεος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοῦς: -ῆ, -οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ λίνεος.
French (Bailly abrégé)
ῆ, οῦν :
v. λίνεος.
Greek Monolingual
-ή, -oύv (AM λινοῡς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη) λίνον
κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, λινός («ίματίῳ λινῷ», Πλάτ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λινέη
μέτρο, κορδέλα που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.
Greek Monotonic
λῐνοῦς: -ῆ, -οῦν, συνηρ. αντί λίνεος.
Russian (Dvoretsky)
λῐνοῦς: стяж. = λίνεος.