λαξπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(22)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαξπάτητος]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λακπάτητος]].
|mltxt=[[λαξπάτητος]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λακπάτητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαξπάτητος:''' (πᾰ) Soph. v. l. = [[λακπάτητος]].
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 15] mit Füßen getreten, Soph. Ant. 1275, Herm. lies't λεωπάτητος.

Greek (Liddell-Scott)

λαξπάτητος: -ον, ἴδε ἐν λ. λακπάτητος.

French (Bailly abrégé)

foulé aux pieds.
Étymologie: λάξ, πατεῖν.

Greek Monolingual

λαξπάτητος (Α)
βλ. λακπάτητος.

Russian (Dvoretsky)

λαξπάτητος: (πᾰ) Soph. v. l. = λακπάτητος.