Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεωσφέτερος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεωσφέτερος:''' -ον, πολιτογραφημένος, [[συμπολίτης]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''λεωσφέτερος:''' -ον, πολιτογραφημένος, [[συμπολίτης]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεωσφέτερος:''' ὁ согражданин, соотечественник Her.
}}
}}

Revision as of 23:38, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεωσφέτερος Medium diacritics: λεωσφέτερος Low diacritics: λεωσφέτερος Capitals: ΛΕΩΣΦΕΤΕΡΟΣ
Transliteration A: leōsphéteros Transliteration B: leōspheteros Transliteration C: leosfeteros Beta Code: lewsfe/teros

English (LSJ)

ον, only in Hdt.9.33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τεισαμενόν made him

   A one of their own people, their fellow-citizen.

Greek (Liddell-Scott)

λεωσφέτερος: -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compatriote, concitoyen.
Étymologie: λεώς, σφέτερος.

Greek Monolingual

λεωσφέτερος, -ον (Α)
συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέω- (βλ. λαο-) + σφέτερος «δικός τους»].

Greek Monotonic

λεωσφέτερος: -ον, πολιτογραφημένος, συμπολίτης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

λεωσφέτερος: ὁ согражданин, соотечественник Her.