λαφυροπώλης: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰφῡροπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), [[πωλητής]] λαφύρων, αυτός που αγοράζει «χονδρικά» [[λεία]] πολέμου για να την πουλήσει «λιανικά», Λατ. [[sector]], σε Ξεν.
|lsmtext='''λᾰφῡροπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), [[πωλητής]] λαφύρων, αυτός που αγοράζει «χονδρικά» [[λεία]] πολέμου για να την πουλήσει «λιανικά», Λατ. [[sector]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰφῡροπώλης:''' ου ὁ продавец военной добычи, уполномоченный по продаже награбленного Xen., Plut.
}}
}}

Revision as of 23:43, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰφῡροπώλης Medium diacritics: λαφυροπώλης Low diacritics: λαφυροπώλης Capitals: ΛΑΦΥΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: laphyropṓlēs Transliteration B: laphyropōlēs Transliteration C: lafyropolis Beta Code: lafuropw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A seller of booty, one who has bought up booty to retail, X.An.7.7.56, Dionys.Com.3.16 (s.v.l.).    II in pl., at Sparta, officers attached to the king's staff, who took charge of the booty, X.Lac.13.11, HG4.1.26.

German (Pape)

[Seite 19] ὁ, der die Beute im Ganzen an sich kauft und sie dann im Einzelnen wieder verkauft, Dionys. com. bei Ath. IX, 381 e; Xen. Hell. 4, 1, 26 Lac. 13, 11.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰφῡροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν λάφυρα, ὁ ἀγοράζων «χονδρικῶς» λάφυρα πρὸς πώλησιν «λιανικήν», Λατ. sector, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 56, Ἑλλ. 4. 1. 26, κτλ. ΙΙ. ἐν Σπάρτῃ λαφυροπῶλαι ἦσαν ἀξιωματικοὶ ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ τοῦ βασιλέως φροντίζοντες περὶ τῶν λαφύρων, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 13, 11, πρβλ. Müller Dor. 2. σ. 251 (τῆς Ἀγγλικῆς μεταφρ.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand qui achète le butin aux soldats.
Étymologie: λάφυρον, πωλέω.

Greek Monolingual

ο (Α λαφυροπώλης)
αυτός που αγοράζει συνολικά τα λάφυρα για λειανική πώληση, μεταπωλητής λαφύρων («καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν», Ξεν.)
αρχ.
στον πληθ. οἱ λαφυροπῶλαι
(στη Σπάρτη) αξιωματικοί στην υπηρεσία του βασιλιά που φρόντιζαν για τα λάφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. λαχανο-πώλης, μυρο-πώλης.

Greek Monotonic

λᾰφῡροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), πωλητής λαφύρων, αυτός που αγοράζει «χονδρικά» λεία πολέμου για να την πουλήσει «λιανικά», Λατ. sector, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λᾰφῡροπώλης: ου ὁ продавец военной добычи, уполномоченный по продаже награбленного Xen., Plut.