λόχονδε: Difference between revisions
From LSJ
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λόχονδε:''' επίρρ., ενεδρεύοντας, στήνοντας [[ενέδρα]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''λόχονδε:''' επίρρ., ενεδρεύοντας, στήνοντας [[ενέδρα]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λόχονδε:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> в засаду ([[ἰέναι]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> для устройства засады (ἄνδρας ἀριοτῆας κρίνειν Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.,
A v. λόχος 1.2.
Greek (Liddell-Scott)
λόχονδε: Ἐπίρρ., ἴδε λόχος Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
pour aller en embuscade.
Étymologie: λόχος, -δε.
Greek Monolingual
λόχονδε (Α)
επίρρ. για ενέδρα, για καρτέρι («οὔτε λόχονδ' ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, καρτέρι» (αιτ. λόχον) + επιρρμ. κατάλ. -δε].
Greek Monotonic
λόχονδε: επίρρ., ενεδρεύοντας, στήνοντας ενέδρα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
λόχονδε: adv.
1) в засаду (ἰέναι Hom.);
2) для устройства засады (ἄνδρας ἀριοτῆας κρίνειν Hom.).