λοπαδαρπαγίδης: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λοπᾰδαρπᾰγίδης:''' -ου, ὁ ([[ἁρπάζω]]), αυτός που αρπάζει τα (γεμάτα [[φαγητό]]) πιάτα, σε Ανθ. | |lsmtext='''λοπᾰδαρπᾰγίδης:''' -ου, ὁ ([[ἁρπάζω]]), αυτός που αρπάζει τα (γεμάτα [[φαγητό]]) πιάτα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοπᾰδαρπᾰγίδης:''' ου ὁ ирон. блюдохвататель, т. е. обжора Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dishsnatcher, Epigr. ap. Hegesand.1.
Greek (Liddell-Scott)
λοπᾰδαρπᾰγίδης: -ου, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰς (πλήρεις φαγητοῦ) λοπάδας, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 288.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui pille les plats, goinfre.
Étymologie: λοπάς, ἁρπάζω.
Greek Monotonic
λοπᾰδαρπᾰγίδης: -ου, ὁ (ἁρπάζω), αυτός που αρπάζει τα (γεμάτα φαγητό) πιάτα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λοπᾰδαρπᾰγίδης: ου ὁ ирон. блюдохвататель, т. е. обжора Anth.