μεγαλαλκής: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλαλκής:''' -ές ([[ἀλκή]]), αυτός που είναι [[πολύ]] [[δυνατός]], στον Πλούτ.
|lsmtext='''μεγᾰλαλκής:''' -ές ([[ἀλκή]]), αυτός που είναι [[πολύ]] [[δυνατός]], στον Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλαλκής:''' весьма сильный, могучий ([[πίστις]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλαλκής Medium diacritics: μεγαλαλκής Low diacritics: μεγαλαλκής Capitals: ΜΕΓΑΛΑΛΚΗΣ
Transliteration A: megalalkḗs Transliteration B: megalalkēs Transliteration C: megalalkis Beta Code: megalalkh/s

English (LSJ)

ές,

   A = μεγαλοσθενής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 104] ές, von großer Stärke, Sp., wie Or. Sib.; poet. bei Plut. Flam. 16; Hesych. erkl. μεγαλοσθενής.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλαλκής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην ἰσχύν, Παιὰν ἐν Πλουτ. Φλαμ. 16. κλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une grande force, d’une grande puissance.
Étymologie: μέγας, ἀλκή.

Greek Monolingual

μεγαλαλκής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -αλκής (< ἀλκή), πρβλ. αριστ-αλκής, παν-αλκής].

Greek Monotonic

μεγᾰλαλκής: -ές (ἀλκή), αυτός που είναι πολύ δυνατός, στον Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλαλκής: весьма сильный, могучий (πίστις Plut.).