μέρμις: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέρμῑς:''' -ῑθος, ἡ, [[χορδή]], [[σπάγγος]], [[σκοινί]], σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''μέρμῑς:''' -ῑθος, ἡ, [[χορδή]], [[σπάγγος]], [[σκοινί]], σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέρμῑς:''' ῑθος ἡ нить, веревка, шнур Hom., Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ῑθος, ἡ,
A cord, string, rope, Od.10.23, D.S.3.21 (v.l. μέρμινθα): dat. pl. μερμίθαις from μέρμῑθα, Agatharch.47; μερμῑθος, ὁ, Hsch., Zonar. (Cf. μήρινθος.)
German (Pape)
[Seite 135] ιθος, ἡ, Schnur, Faden, κατέδει μέρμιθι φαεινῇ ἀργυρέῃ, Od. 10, 23; D. Sic. 3, 21, v. l. μέρμινθα, vgl. μήρινθος. Schon von den Alten von εἴρειν abgeleitet, mit vorgeschlagenem μ.
Greek (Liddell-Scott)
μέρμῑς: -ῑθος, ἡ, σπαρτίον, λεπτὸν σχοινίον, «σπάγγος», Ὀδ. Κ. 23· - δοτ. μερμίθαις ἐξ ὀνομαστ. μέρμιθα, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 451. 36· μέρμιθος, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μέρμιθα, Ζωναρ. 1345. (Σχετίζεται πρὸς τὸ μήρινθος· ἡ ῥίζα εἶναι ἀμφίβολος, Κουρτ. Gr. Et. σ. 543).
French (Bailly abrégé)
ιθος (ἡ) :
fil, cordon.
Étymologie: DELG : ?
Greek Monolingual
μέρμις, -ιθος, ἡ (Α)
βλ. μέρμιθα.
Greek Monotonic
μέρμῑς: -ῑθος, ἡ, χορδή, σπάγγος, σκοινί, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
μέρμῑς: ῑθος ἡ нить, веревка, шнур Hom., Diod.