μηλίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(3)
(3)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μηλίς:''' ίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.
|elrutext='''μηλίς:''' ίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.
}}
{{elru
|elrutext='''μηλίς:''' <b class="num">I</b> дор. μᾱλίς, ίδος (ῐδ) ἡ яблоня Theocr.
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλίς Medium diacritics: μηλίς Low diacritics: μηλίς Capitals: ΜΗΛΙΣ
Transliteration A: mēlís Transliteration B: mēlis Transliteration C: milis Beta Code: mhli/s

English (LSJ)

(A), ίδος, ἡ, (μῆλον B)

   A = μηλέα, Ibyc.1; Dor. μᾱλίς Theoc. 8.79.
μηλίς (B), ίδος, ἡ,

   A a distemper of asses, prob. glanders, Arist.HA 605a16.
μηλίς (C), ίδος, ἡ,

   A yellow pigment, Plu.2.58d; cf. Μηλιάς, Μήλιος 11.

German (Pape)

[Seite 172] ίδος, ἡ, = μηλέα, μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch μᾶλις.

Greek (Liddell-Scott)

μηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον Β) = μηλέα, Ἴβυκ. 1· μᾱλίς, Θεόκρ. 8. 79.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pommier, arbre.
Étymologie: μῆλον².

Greek Monolingual

μηλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς)
κίτρινο χρώμα, ώχρα
αρχ.
1. το δέντρο μηλιά
2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές
3. ονομασία μιας ασθένειας του όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῡσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῡσι μηλίδα», Αριστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς)].

Greek Monotonic

μηλίς: -ίδος, ἡ (μῆλον Β), = μηλέα, Δωρ. μᾱλίς, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μηλίς: ίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.

Russian (Dvoretsky)

μηλίς: I дор. μᾱλίς, ίδος (ῐδ) ἡ яблоня Theocr.