μεταρσιολεσχία: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταρσιολεσχία:''' ἡ ([[λέσχης]]), = [[μετεωρολογία]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''μεταρσιολεσχία:''' ἡ ([[λέσχης]]), = [[μετεωρολογία]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταρσιολεσχία:''' ἡ<b class="num">1)</b> беседа о возвышенном, небесном Plut.;<br /><b class="num">2)</b> высокопарная болтовня Plut., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = μετεωρολογία, Plu.Per.5.
German (Pape)
[Seite 153] ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρσιολεσχία: ἡ, = μετεωρολογία, Πλουτ. Περικλ. 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage dans les nues, càd sur des questions ardues ou inabordables.
Étymologie: μετάρσιος, λέσχη.
Greek Monolingual
μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) μεταρσιολέσχης
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.
Greek Monotonic
μεταρσιολεσχία: ἡ (λέσχης), = μετεωρολογία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μεταρσιολεσχία: ἡ1) беседа о возвышенном, небесном Plut.;
2) высокопарная болтовня Plut., Diog. L.