μελανόστολος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(24)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανόστολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] μαύρη [[στολή]], μαυροφορεμένος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[μελανόστολος]]<br />[[προσωνυμία]] της Ίσιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[στολή]].
|mltxt=[[μελανόστολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] μαύρη [[στολή]], μαυροφορεμένος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[μελανόστολος]]<br />[[προσωνυμία]] της Ίσιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[στολή]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελᾰνόστολος:''' одетый в черное Plut.
}}
}}

Revision as of 00:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόστολος Medium diacritics: μελανόστολος Low diacritics: μελανόστολος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: melanóstolos Transliteration B: melanostolos Transliteration C: melanostolos Beta Code: melano/stolos

English (LSJ)

ον,

   A black-robed, Plu.2.372e; epith. of Isis, Epigr.Gr.1023.3 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 120] schwarz gekleidet, Plut. Is. et Os. 52.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόστολος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν στολήν, Πλούτ. 2. 372D, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1023. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu d’une robe noire.
Étymologie: μέλας, στολή.

Greek Monolingual

μελανόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά μαύρη στολή, μαυροφορεμένος
2. το θηλ. ως ουσ. μελανόστολος
προσωνυμία της Ίσιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στολή.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόστολος: одетый в черное Plut.