μυάω: Difference between revisions
πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it
(6_1) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυάω''': (μύω) [[συμπιέζω]] ἢ [[συνάγω]] τὰ χείλη μου εἰς ἔνδειξιν δυσαρεσκείας, τί μοι μυᾶτε; Ἀριστοφ. Λυσ. 126, [[ἔνθα]] ὁ L. Dind. μοιμυᾶτε, - τὸν τύπον τοῦτον μνημονεύουσιν ὁ Ἡσύχ., Φώτ., καὶ [[εἶναι]] διάφ. γραφ. ἐν [[Πολυδ]]. Β΄, 90 (ἀντὶ μοιμυλλᾶν)· οὕτω μοιμύλλω καὶ -άω, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 97, Ἡσύχ., Φώτ., [[ὁπόθεν]] ὁ Meineke διορθοῖ μοιμύλλειν [[ἀντί]] μοι μῦ λαλεῖν παρὰ τῷ Ἱππώνακτι 35. | |lstext='''μυάω''': (μύω) [[συμπιέζω]] ἢ [[συνάγω]] τὰ χείλη μου εἰς ἔνδειξιν δυσαρεσκείας, τί μοι μυᾶτε; Ἀριστοφ. Λυσ. 126, [[ἔνθα]] ὁ L. Dind. μοιμυᾶτε, - τὸν τύπον τοῦτον μνημονεύουσιν ὁ Ἡσύχ., Φώτ., καὶ [[εἶναι]] διάφ. γραφ. ἐν [[Πολυδ]]. Β΄, 90 (ἀντὶ μοιμυλλᾶν)· οὕτω μοιμύλλω καὶ -άω, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 97, Ἡσύχ., Φώτ., [[ὁπόθεν]] ὁ Meineke διορθοῖ μοιμύλλειν [[ἀντί]] μοι μῦ λαλεῖν παρὰ τῷ Ἱππώνακτι 35. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῡάω:''' кусать губы (с досады) (τί μοι μυᾶτε - v. l. μοιμυᾶτε - κἀνανεύετε; Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 1 January 2019
English (LSJ)
(μύω)
A compress the lips in sign of displeasure, τί μοι μυᾶτε; Ar.Lys.126 codd., Sch., Suid.; μυᾶτε· σκαρδαμύττετε, Hsch.; cf. μοιμυάω.
German (Pape)
[Seite 213] (vgl. μύω), nach Schol. Ar. Lys. 126 τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα συνάγειν, die Lippen zusammenbeißen; τί μυᾶτε, Ar. a. a. O., erkl. der Schol. σκαρδαμύττεσθε ἢ μυκτηρίζετε, was verzieht ihr den Mund, od. blinzelt ihr, Ausdruck des Mißbehagens, Unwillens. S. μοιμυάω, μοιμύλλω.
Greek (Liddell-Scott)
μυάω: (μύω) συμπιέζω ἢ συνάγω τὰ χείλη μου εἰς ἔνδειξιν δυσαρεσκείας, τί μοι μυᾶτε; Ἀριστοφ. Λυσ. 126, ἔνθα ὁ L. Dind. μοιμυᾶτε, - τὸν τύπον τοῦτον μνημονεύουσιν ὁ Ἡσύχ., Φώτ., καὶ εἶναι διάφ. γραφ. ἐν Πολυδ. Β΄, 90 (ἀντὶ μοιμυλλᾶν)· οὕτω μοιμύλλω καὶ -άω, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 97, Ἡσύχ., Φώτ., ὁπόθεν ὁ Meineke διορθοῖ μοιμύλλειν ἀντί μοι μῦ λαλεῖν παρὰ τῷ Ἱππώνακτι 35.
Russian (Dvoretsky)
μῡάω: кусать губы (с досады) (τί μοι μυᾶτε - v. l. μοιμυᾶτε - κἀνανεύετε; Arph.).