νεουργής: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεουργής:''' -ές, = ἡ [[νεουργία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''νεουργής:''' -ές, = ἡ [[νεουργία]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεουργής:''' Plut. = [[νεουργός]].
}}
}}

Revision as of 00:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεουργής Medium diacritics: νεουργής Low diacritics: νεουργής Capitals: ΝΕΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: neourgḗs Transliteration B: neourgēs Transliteration C: neourgis Beta Code: neourgh/s

English (LSJ)

ές, = sq., Plu.Aem.5, Alciphr.3.57, Jul.Or.2.71c.

German (Pape)

[Seite 245] ές, = νεουργός; Plut. Aem. P. 5; Alciphr. 3, 57.

Greek (Liddell-Scott)

νεουργής: -ές, = τῷ ἑπομ., Πλούτ. Αἰμίλ. 5, Ἀλκίφρ. 3. 57.

Greek Monolingual

νεουργής, -ές (Α)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινουργιοφτειαγμένος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργής (< έργον)].

Greek Monotonic

νεουργής: -ές, = ἡ νεουργία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νεουργής: Plut. = νεουργός.