νεμέτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεμέτωρ:''' -ορος, ὁ ([[νέμω]]), αυτός που απονέμει τα δίκαια, [[εκδικητής]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''νεμέτωρ:''' -ορος, ὁ ([[νέμω]]), αυτός που απονέμει τα δίκαια, [[εκδικητής]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεμέτωρ:''' ορος ὁ воздающий по заслугам, каратель, мститель ([[Ζεύς]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεμέτωρ Medium diacritics: νεμέτωρ Low diacritics: νεμέτωρ Capitals: ΝΕΜΕΤΩΡ
Transliteration A: nemétōr Transliteration B: nemetōr Transliteration C: nemetor Beta Code: neme/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A dispenser of justice, avenger, Ζεύς A.Th.485 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 239] ορος, ὁ, der Vertheiler, bes. der Recht vertheilt, Gerechtigkeit übt, der Richter, Rächer, Ζεύς, Aesch. Sept. 467.

Greek (Liddell-Scott)

νεμέτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀπονέμων τὰ δίκαια, ἐκδικητής, Ζεὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 489.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui distribue la justice, juge.
Étymologie: νέμω.

Greek Monolingual

νεμέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, κριτής, τιμωρός, εκδικητής («τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμε- του ρ. νέμω (πρβλ. νέμε-σις) + επίθημα -τωρ, πιθ. κατά το γενέ-τωρ (βλ. και λ. νέμω)].

Greek Monotonic

νεμέτωρ: -ορος, ὁ (νέμω), αυτός που απονέμει τα δίκαια, εκδικητής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νεμέτωρ: ορος ὁ воздающий по заслугам, каратель, мститель (Ζεύς Aesch.).