νηματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώδες (Α [[νηματώδης]], -ῶδες) [[νήμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νήμα]] («νηματώδες [[νεύρο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι νηματώδεις</i><br /><b>ζωολ.</b> [[φύλο]] ή [[ομοταξία]] τών νημαθελμίνθων.
|mltxt=-ώδες (Α [[νηματώδης]], -ῶδες) [[νήμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νήμα]] («νηματώδες [[νεύρο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι νηματώδεις</i><br /><b>ζωολ.</b> [[φύλο]] ή [[ομοταξία]] τών νημαθελμίνθων.
}}
{{elru
|elrutext='''νημᾰτώδης:''' нитевидный (μηρύματα Plut.).
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημᾰτώδης Medium diacritics: νηματώδης Low diacritics: νηματώδης Capitals: ΝΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: nēmatṓdēs Transliteration B: nēmatōdēs Transliteration C: nimatodis Beta Code: nhmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A fibrous, in filaments, Plu.2.434a.

Greek (Liddell-Scott)

νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à des fils.
Étymologie: νῆμα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ώδες (Α νηματώδης, -ῶδες) νήμα
1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», Πλούτ.)
2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο»)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις
ζωολ. φύλο ή ομοταξία τών νημαθελμίνθων.

Russian (Dvoretsky)

νημᾰτώδης: нитевидный (μηρύματα Plut.).