νήστης: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(27)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νήστης]], ὁ (ΑΜ, Α θηλ. [[νήστειρα]])<br />αυτός που νηστεύει, [[νηστευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[νῆστις]] με κατάλ. -<i>της</i>. Ο τ. [[νήστειρα]] <span style="color: red;"><</span> [[νήστης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λῄστ</i>-<i>ειρα</i>, <i>μνήστ</i>-<i>ειρα</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[νήστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κλώθει, που γνέθει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νησ</i>- του [[νήθω]] «[[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> μελλ. <i>νήσω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καύσ</i>-<i>της</i>, <i>μύσ</i>-<i>της</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νήστης]], ὁ (ΑΜ, Α θηλ. [[νήστειρα]])<br />αυτός που νηστεύει, [[νηστευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[νῆστις]] με κατάλ. -<i>της</i>. Ο τ. [[νήστειρα]] <span style="color: red;"><</span> [[νήστης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λῄστ</i>-<i>ειρα</i>, <i>μνήστ</i>-<i>ειρα</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[νήστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κλώθει, που γνέθει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νησ</i>- του [[νήθω]] «[[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> μελλ. <i>νήσω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καύσ</i>-<i>της</i>, <i>μύσ</i>-<i>της</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''νήστης:''' ου adj. Arst. = [[νῆστις]] I, 1.
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήστης Medium diacritics: νήστης Low diacritics: νήστης Capitals: ΝΗΣΤΗΣ
Transliteration A: nḗstēs Transliteration B: nēstēs Transliteration C: nistis Beta Code: nh/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who is fasting, on an empty stomach, Semon.38, Arist.Fr.232, Matro Conv.10; ταῦτα νήστῃ δίδου πιεῖν POxy.1088.44 (i A.D.), cf. SIG1171.9 (Lebena), PLit.Lond. 171 (iii A.D.).    II = staminarius, Gloss.

German (Pape)

[Seite 254] ὁ, der Fastende, sp. Form für νῆστις, Matron Ath. III, 134 f.

Greek (Liddell-Scott)

νήστης: -ου, ὁ, ὁ νηστεύων, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ νῆστις, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 223 Μάτρων παρ’ Ἀθην. 134F.

Spanish

que está en ayunas

Greek Monolingual

(I)
νήστης, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. νήστειρα)
αυτός που νηστεύει, νηστευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νῆστις με κατάλ. -της. Ο τ. νήστειρα < νήστης + επίθημα -ειρα (πρβλ. λῄστ-ειρα, μνήστ-ειρα)].———————— (II)
νήστης, ὁ (Α)
αυτός που κλώθει, που γνέθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ- του νήθω «γνέθω» (πρβλ. μελλ. νήσω) + κατάλ. -της (πρβλ. καύσ-της, μύσ-της)].

Russian (Dvoretsky)

νήστης: ου adj. Arst. = νῆστις I, 1.