ὀϊζύω: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀϊζύω:''' αόρ. αʹ <i>ὀΐζῦσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ολοφύρομαι]], [[πενθώ]], [[θρηνώ]], [[κλαίω]], <i>περὶ κεῖνον ὀΐζυε</i> (προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[υποφέρω]], [[πάσχω]], ὀϊζύομεν κακὰ [[πολλά]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., είμαι [[άθλιος]], [[υποφέρω]] [[πολύ]], [[πάσχω]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὀϊζύω:''' αόρ. αʹ <i>ὀΐζῦσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ολοφύρομαι]], [[πενθώ]], [[θρηνώ]], [[κλαίω]], <i>περὶ κεῖνον ὀΐζυε</i> (προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[υποφέρω]], [[πάσχω]], ὀϊζύομεν κακὰ [[πολλά]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., είμαι [[άθλιος]], [[υποφέρω]] [[πολύ]], [[πάσχω]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀϊζύω:''' атт. [[οἰζύω]] (в praes. ῡ, в остальных формах ῠ)<br /><b class="num">1)</b> жаловаться, сетовать (περί τινα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> страдать, тж. терпеть, переносить (κακὰ [[πολλά]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 1 January 2019
English (LSJ)
aor. ὀΐζῡσα,
A wail, mourn, ἀλλ' αἰεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε (imper.) Il.3.408. II c. acc. rei, suffer, ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά 14.89 : abs., to be miserable or suffer, ὀϊζύσας ἐμόγησεν Od.4.152, 23.307. [υ of pres. short in Hom., long in A.R. 4.1324, 1374 ; in aor. always long.]
German (Pape)
[Seite 298] att. οἰζύω (οἴ), wehklagen, jammern, περί τινα, Il. 3, 108; – trans., Weh, Elend erdulden, ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά, Il. 14, 89, ὅσα τ' αὐτὸς όϊζύσας ἐμόγησεν, Od. 23, 307, vgl. 4, 152; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1324. 1374, an welchen Stellen υ im praes. lang ist, wie immer im fut. u. aor.; das υ des praes. bei Hom. ist kurz.
Greek (Liddell-Scott)
ὀϊζύω: ἀόρ. ὀΐζῡσα˙ ― θρηνῶ, κλαίω, πενθῶ, ἀλλ’ ἀεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε (προστ.) Ἰλ. Γ. 408. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, ὑποφέρω, πάσχω, ἧς εἵνεκ’ ὀϊζύομεν κακὰ πολλὰ Ξ. 89˙ ἀπόλ., εἶμαι ἐλεεινός, ἄθλιος, ἢ πάσχω, ὀϊζύσας ἐμόγησεν Ὀδ. Δ. 152, Ψ. 307. [υ τοῦ ἐνεστ. βραχὺ παρ’ Ὁμ., μακρὸν δὲ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1324, 1374˙ ἐν τῷ ἀορ. ἀείποτε μακρόν].
French (Bailly abrégé)
1 se lamenter : περί τινα, sur qqn;
2 souffrir : τι, qch ; τινος εἵνεκα IL à cause de qqn.
Étymologie: οἰζύς.
Greek Monolingual
ὀϊζύω (Α) οϊζύς
(ποιητ. τ.)
1. θλίβομαι, θρηνώ, κλαίω, πενθώ («ἀλλ' ἀεὶ περὶ κεῑνον ὀΐζυε», Ομ. Ιλ.)
2. υποφέρω από κάτι, υφίσταμαι κάτι («ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν πολλὰ κακά», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ὀϊζύω: αόρ. αʹ ὀΐζῦσα·
I. ολοφύρομαι, πενθώ, θρηνώ, κλαίω, περὶ κεῖνον ὀΐζυε (προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.
II. με αιτ. πράγμ., υποφέρω, πάσχω, ὀϊζύομεν κακὰ πολλά, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., είμαι άθλιος, υποφέρω πολύ, πάσχω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀϊζύω: атт. οἰζύω (в praes. ῡ, в остальных формах ῠ)
1) жаловаться, сетовать (περί τινα Hom.);
2) страдать, тж. терпеть, переносить (κακὰ πολλά Hom.).