ξιφιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξῐφιστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ξίφος]]), [[ζώνη]], [[ζωστήρας]] ([[τελαμών]]), όπου προσδένεται το [[ξίφος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ξῐφιστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ξίφος]]), [[ζώνη]], [[ζωστήρας]] ([[τελαμών]]), όπου προσδένεται το [[ξίφος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξῐφιστήρ:''' ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A sword-belt, PCair. Zen35.2 (iii B.C.). Plu.Pomp.42, Hld.9.23.
German (Pape)
[Seite 280] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Plut. Pomp. 42; Heliod. 9, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφιστήρ: ῆρος, ὁ, τελαμὼν ξίφους, Πλουτ. Πομπ. 42, Ἡλιόδ. 9. 23.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
baudrier.
Étymologie: ξίφος.
Greek Monolingual
ξιφιστήρ, ὁ (Α)
λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βραχιονισ-τήρ, κορυφισ-τήρ) ή απευθείας από ξίφος.
Greek Monotonic
ξῐφιστήρ: -ῆρος, ὁ (ξίφος), ζώνη, ζωστήρας (τελαμών), όπου προσδένεται το ξίφος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφιστήρ: ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut.