ὁδάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁδάω:''' αόρ. αʹ <i>ὥδησα</i>, Παθ. <i>ὡδήθην</i> ([[ὁδός]]),· [[πηγαίνω]] [[κάτι]] στην [[αγορά]] για [[πούλημα]], γενικά, [[πουλώ]] στην [[αγορά]], σε Ευρ.· Παθ., εξάγομαι και πουλιέμαι, στον ίδ.
|lsmtext='''ὁδάω:''' αόρ. αʹ <i>ὥδησα</i>, Παθ. <i>ὡδήθην</i> ([[ὁδός]]),· [[πηγαίνω]] [[κάτι]] στην [[αγορά]] για [[πούλημα]], γενικά, [[πουλώ]] στην [[αγορά]], σε Ευρ.· Παθ., εξάγομαι και πουλιέμαι, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδάω:''' (только imper. aor. ὅδησον, inf. aor. ὁδῆσαι и aor. opt. pass. ὁδηθείην)<br /><b class="num">1)</b> увозить (τινὰ [[μακράν]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> везти на продажу, продавать (βοράν, σῖτόν τινι Eur.).
}}
}}

Revision as of 00:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδάω Medium diacritics: ὁδάω Low diacritics: οδάω Capitals: ΟΔΑΩ
Transliteration A: hodáō Transliteration B: hodaō Transliteration C: odao Beta Code: o(da/w

English (LSJ)

(ὁδός)

   A export and sell : generally, sell, βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις E.Cyc.98 ; ὅδησον ἡμῖν σῖτον ib.133:—Pass., to be carried away and sold, ὡς ὁδηθείης μακράν ib.12 :—also ὁδεῖν· πωλεῖν, Hsch.—Cf. ἐξοδάω.

German (Pape)

[Seite 291] ausführen u. verkaufen; ὅδησον ἡμῖν σῖτον Eur. Cycl. 133, vgl. 98, ὡς ὁδηθείης 12. Die Gramm., wie Hesych., erwähnen auch ὁδέω, durch πωλέω es erklärend.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδάω: (ὁδὸς) ἐξάγω τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ, εἴ τε τις ἐθέλει βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις Εὐρ. Κύκλ. 98· ὅδησον ἡμῖν σῖτον, «πώλησον» (Ἡσύχ.), αὐτόθι 133. - Παθ., ἐξάγομαι καὶ πωλοῦμαι, ὡς ὁδηθείης μακράν, «πραθείης» (Ἡσύχ.), αὐτόθι 12. - Εὕρηται μόνον κατ’ ἀόρ., ἂν καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει: «ὁδεῖν· πωλεῖν»· πρβλ. ἐξοδάω. (Ἐκ τοῦ ὁδός, ὡς ἔμπορος, ἐμπορεύω, ἐκ τοῦ πόρος).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 transporter pour vendre;
2 vendre.
Étymologie: ὁδός.

Greek Monotonic

ὁδάω: αόρ. αʹ ὥδησα, Παθ. ὡδήθην (ὁδός),· πηγαίνω κάτι στην αγορά για πούλημα, γενικά, πουλώ στην αγορά, σε Ευρ.· Παθ., εξάγομαι και πουλιέμαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁδάω: (только imper. aor. ὅδησον, inf. aor. ὁδῆσαι и aor. opt. pass. ὁδηθείην)
1) увозить (τινὰ μακράν Eur.);
2) везти на продажу, продавать (βοράν, σῖτόν τινι Eur.).