ὀλιγοδρανής: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλῐγοδρᾰνής:''' -ές ([[δραίνω]]), αυτός που διαθέτει μικρή ισχύ, [[αδύναμος]], [[ασθενής]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀλῐγοδρᾰνής:''' -ές ([[δραίνω]]), αυτός που διαθέτει μικρή ισχύ, [[αδύναμος]], [[ασθενής]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγοδρᾰνής:''' слабый, немощный Arph., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A of little might, feeble, Ar.Av.686, Luc.Trag.324.
German (Pape)
[Seite 320] ές, wenig vermögend, ohnmächtg; Ar. Av. 686; Luc. Tragodop. 663.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοδρᾰνής: -ές, ὁ ὀλίγην δύναμιν ἔχων, ἀσθενής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 686, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 663.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
faible, épuisé, exténué.
Étymologie: ὀλίγος, δράω.
Greek Monolingual
ὀλιγοδρανής, -ές (Α)
αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α-δρανής, λιπο-δρανής].
Greek Monotonic
ὀλῐγοδρᾰνής: -ές (δραίνω), αυτός που διαθέτει μικρή ισχύ, αδύναμος, ασθενής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγοδρᾰνής: слабый, немощный Arph., Luc.