οἰνοποτάζω: Difference between revisions
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰνοποτάζω:''' ([[ποτόν]]), μόνο στον ενεστ., [[πίνω]] [[κρασί]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''οἰνοποτάζω:''' ([[ποτόν]]), μόνο στον ενεστ., [[πίνω]] [[κρασί]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰνοποτάζω:''' пить вино Hom., Anacr. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A drink wine, Il.20.84, Od.6.309, 20.262, Anacr.94.1, Phoc.11.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοποτάζω: πίνω οἶνον, Ἰλ. Υ. 84, Ὀδ. Ζ. 309, Υ. 262, Ἀνακρ. 94, Φωκυλ. 11· - οὕτως, οἰνοποτέω, Ἀθήν. 460C, Ἑβδ. (Παροιμ. ΛΑ΄, 4).
French (Bailly abrégé)
boire du vin.
Étymologie: οἰνοπότης.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
οἰνοποτάζω (Α) οινοπότης
(ποιητ. παλαιότ. τ. του οἰνοποτῶ) πίνω κρασί.
Greek Monotonic
οἰνοποτάζω: (ποτόν), μόνο στον ενεστ., πίνω κρασί, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοποτάζω: пить вино Hom., Anacr.