νυμφότιμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυμφότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που αποδίδει τιμές στη [[νύφη]]· [[μέλος]] νυμφότιμον, γαμήλιο [[τραγούδι]], [[υμέναιος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''νυμφότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που αποδίδει τιμές στη [[νύφη]]· [[μέλος]] νυμφότιμον, γαμήλιο [[τραγούδι]], [[υμέναιος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυμφότῑμος:''' славящий невесту, раздающийся в честь невесты ([[μέλος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A honouring the bride: μέλος ν. bridal song, A.Ag.705 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
νυμφότῑμος: -ον, ὁ τὴν νύμφην τιμῶν, μέλος ν., τὸ γαμήλιον ᾆσμα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 705.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est ou se fait en l’honneur d’une jeune mariée.
Étymologie: νύμφη, τιμή.
Greek Monolingual
νυμφότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμά τη νύφη ή που γίνεται προς τιμή της νύφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -τιμος (< τιμή), πρβλ. θεό-τιμος].
Greek Monotonic
νυμφότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που αποδίδει τιμές στη νύφη· μέλος νυμφότιμον, γαμήλιο τραγούδι, υμέναιος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νυμφότῑμος: славящий невесту, раздающийся в честь невесты (μέλος Aesch.).