ὀργιαστικός: Difference between revisions
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀργιαστικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για ιεροπραξίες, [[συναρπαστικός]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ὀργιαστικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για ιεροπραξίες, [[συναρπαστικός]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀργιαστικός:''' возбуждающий энтузиазм, приводящий в исступление (своими звуками) (ὁ [[αὐλός]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for ὄργια, exciting, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ . . ὀργιαστικόν Arist.Pol.1341a22 ; ὀ. καὶ παθητικά ib.1342b3.
German (Pape)
[Seite 370] die Feier der Orgien betreffend, enthusiastisch, begeistert, Arist. pol. 8, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄργια, διεγερτικός, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ αὐτόθι 8. 7, 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l’enthousiasme, inspiré.
Étymologie: ὀργιάζω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀργιαστικός, -ή, -όν) οργιάζω
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια, σε ακολασίες ή σε οργιαστές
αρχ.
1. σχετικός με την τελετή τών θρησκευτικών οργίων
2. διεγερτικός.
Greek Monotonic
ὀργιαστικός: -ή, -όν, κατάλληλος για ιεροπραξίες, συναρπαστικός, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὀργιαστικός: возбуждающий энтузиазм, приводящий в исступление (своими звуками) (ὁ αὐλός Arst.).