Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀνηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την [[πορεία]] των γαϊδάρων, σε Δημ.
|lsmtext='''ὀνηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την [[πορεία]] των γαϊδάρων, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνηλάτης:''' ου ὁ погонщик осла или ослов Dem., Luc., Plut.
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνηλάτης Medium diacritics: ὀνηλάτης Low diacritics: ονηλάτης Capitals: ΟΝΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: onēlátēs Transliteration B: onēlatēs Transliteration C: onilatis Beta Code: o)nhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω)

   A donkeydriver, Archipp.44, D.42.7, Crates Theb. ap. D.L.6.92, PLond.1.131.30 (i A. D.), Gal.10.134, etc.

German (Pape)

[Seite 346] ὁ, der Eseltreiber; Dem. 42, 7; Luc. Asin. 29 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἐλαύνων, ὁδηγῶν ὄνους, κοινῶς «γαϊδουργιάρης», Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Δημ. 1040, ἐν τέλ, Κράτης παρὰ Διογ. Λ. 6. 92.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ânier.
Étymologie: ὄνος, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

ο (Α ὀνηλάτης και ὀνελάτης και ὀνολάτης)
οδηγός όνων, ονηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ξεν-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την πορεία των γαϊδάρων, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνηλάτης: ου ὁ погонщик осла или ослов Dem., Luc., Plut.