Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὐριβάτας: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐριβάτας:''' -ου, ὁ , ποιητ. και Δωρ. αντί [[ὀρειβάτης]], αυτός που περπατά, που τριγυρίζει στα βουνά, σε Ευρ.· επίσης [[ὀριβάτης]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''οὐριβάτας:''' -ου, ὁ , ποιητ. και Δωρ. αντί [[ὀρειβάτης]], αυτός που περπατά, που τριγυρίζει στα βουνά, σε Ευρ.· επίσης [[ὀριβάτης]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐρῐβάτᾱς:''' ου (βᾰ) adj. m Eur. = [[ὀρειβάτης]].
}}
}}

Revision as of 01:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρῐβάτας Medium diacritics: οὐριβάτας Low diacritics: ουριβάτας Capitals: ΟΥΡΙΒΑΤΑΣ
Transliteration A: ouribátas Transliteration B: ouribatas Transliteration C: ourivatas Beta Code: ou)riba/tas

English (LSJ)

[βᾰ], ου, ὁ, poet. for ὀρειβάτης,

   A walking the mountains, E.Fr.773.27 (lyr.), cj. in Id.El.170 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐριβάτας: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρειβάτης, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ὄρη, Εὐρ. Ἠλ. 170, Ἀποσπ. 775. 25· ὀριβάτας Ἀριστοφ. Ὄρν. 276. - Περὶ τοῦ τύπου ἰδὲ Dind. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
poét. c. ὀρειβάτης.

Greek Monolingual

οὐριβάτας, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. ορειβάτης.

Greek Monotonic

οὐριβάτας: -ου, ὁ , ποιητ. και Δωρ. αντί ὀρειβάτης, αυτός που περπατά, που τριγυρίζει στα βουνά, σε Ευρ.· επίσης ὀριβάτης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

οὐρῐβάτᾱς: ου (βᾰ) adj. m Eur. = ὀρειβάτης.