ὀλίγωρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλίγωρος:''' -ον ([[ὤρα]]), [[αμελής]], υποτιμητικός, [[χλευαστικός]], [[περιφρονητικός]], σε Ηρόδ., Δημ.· επίρρ., [[ὀλιγώρως]] ἔχειν, είμαι [[απρόσεκτος]], [[αμελής]], σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''ὀλίγωρος:''' -ον ([[ὤρα]]), [[αμελής]], υποτιμητικός, [[χλευαστικός]], [[περιφρονητικός]], σε Ηρόδ., Δημ.· επίρρ., [[ὀλιγώρως]] ἔχειν, είμαι [[απρόσεκτος]], [[αμελής]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλίγωρος:''' (ῐ) небрежный, исполненный презрения ([[χαλεπός]] τε καὶ ὀ. Her.): ὀ. τῶν Ἑλλήνων Isocr. пренебрегающий интересами греков.
}}
}}

Revision as of 01:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγωρος Medium diacritics: ὀλίγωρος Low diacritics: ολίγωρος Capitals: ΟΛΙΓΩΡΟΣ
Transliteration A: olígōros Transliteration B: oligōros Transliteration C: oligoros Beta Code: o)li/gwros

English (LSJ)

ον, (ὤρα)

   A littlecaring, lightly-esteeming, contemptuous, of persons, χαλεπός τε καὶ ὀ. Hdt.3.89 ; οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀ. οὕτως D.24.208, etc. ; σοβαρὸς καὶ ὀ. τρόπος Id.59.37 : c. gen., τὴν εἰρήνην, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν . . ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων a peace more regardless of Hellenic rights, Isoc.12.106. Adv. -ρως neglectfully, carelessly, ὀ. καὶ ῥᾳθύμως φέρειν D.59.111 ; ὀ. καὶ πάντοθεν λαμβάνειν Arist.EN1121b1 ; ὀ. ἔχειν to be careless, negligent, περὶ τὰς ἐπιθυμίας Pl.Phd.68c, X.HG1.6.20 ; τινος with regard to... Lys.26.9, Is.3.37, etc.; περί τινος Arist.Rh.Al. 1433a2 ; ὀ. διακεῖσθαι Lys.1.3 ; ὀ. διακεῖσθαι πρός τινα or τι Pl.Alc. 2.149a, Isoc.15.5 ; ὀ. ἔχειν πρὸς ἅπασαν αἰσχύνην Aeschin.1.67.    II of things, scornful, ὀλίγωρον . . πεποίηκάς τι Nicom.Com.1.2.

German (Pape)

[Seite 322] nachlässig, wenig Sorgfalt auf Etwas verwendend, geringschätzend; Her. 3, 89; Arist. und Folgde, wie Pol. 5, 34, 4; ὀλίγωρον πεποίηκάς τι, du hast Etwas vernachlässigt, Nicomach. bei Ath. VII, 290 f; häufiger im adv., ὀλιγώρως ἔχειν, Plat. Phaed. 68 c; διακεῖσθαι, Lys. 1, 3; ἔχειν πρὸς ἅπασαν αἰσχύνην, Aesch. 1, 67; διάκεινται πρὸς τοὺς θεούς, Plat. Alc. II, 149 a; περί τι, Pol. 5, 91, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίγωρος: -ον, (ὤρα) ὁ ὀλίγον φροντίζων περί τινος, ὀλίγον ἐκτιμῶν τινα, περιφρονητικός, παραμελῶν τινα, ἐπὶ προσώπων, χαλεπός τε καὶ ὀλ. Ἡρόδ. 3. 89· οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλ. οὕτως Δημ. 764. 24, κτλ.· σοβαρὸς καὶ ὀλ. τρόπος ὁ αὐτ. 1357. 25· - μετὰ γεν. τὴν εἰρήνην, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν … ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων, εἰρήνην παντάπασιν ἀμελοῦσαν τῶν ἑλληνικῶν δικαίων, Ἰσοκρ. 254D. - Ἐπίρρ. ὀλιγώρως, ἀμελῶς, ἀπροσέκτως, ὀλ. καὶ ῥᾳθύμως Δημ. 1383. 5· ὀλ. ἔχω, εἶμαι ἀπρόσεκτος, ἀμελής, Πλάτ. Φαίδων 68C, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 14· τινός, ὡς πρός τι, Λυσ. 176. 5, Ἰσαῖ. 41, 33, κ. ἀλλ.· περί τινος Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 19. 5· οὕτως, ὀλ. διακεῖσθαι Λυσ. 92. 7· πρός τινα ἤ τι Πλάτ. Ἀλκ. 2. 149Α, Ἰσοκρ. 311Β, Αἰσχίν. 10. 14. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, περιφρονητικός, πλήρης περιφρονήσεως, ὑποδεικνύεις μὲν ἦθος ἀστεῖον πάνυ καὶ πρᾶον, ὀλίγωρον δὲ πεποίηκάς τι Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’inquiète peu, négligent, méprisant;
Cp. ὀλιγωρέστερος.
Étymologie: ὀλίγος, ὤρα.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀλίγωρος, -ον)
αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.)
μσν.-αρχ.
(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί, περιφρονητικός.
επίρρ...
ολιγώρως (Α ὀλιγώρως)
αμελώς, απρόσεκτα («τάς τε πόλεις ὀλιγώρως διακειμένας πρὸς τὰς εἰς τοῡτο τὸ μέρος εἰσφοράς», Πολ.)
αρχ.
φρ. «ὀλιγώρως λαμβάνω» — αντιμετωλπίζω κάτι απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωρος (< ὤρα «φροντίδα»), πρβλ. ουδενόσ-ωρος].

Greek Monotonic

ὀλίγωρος: -ον (ὤρα), αμελής, υποτιμητικός, χλευαστικός, περιφρονητικός, σε Ηρόδ., Δημ.· επίρρ., ὀλιγώρως ἔχειν, είμαι απρόσεκτος, αμελής, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀλίγωρος: (ῐ) небрежный, исполненный презрения (χαλεπός τε καὶ ὀ. Her.): ὀ. τῶν Ἑλλήνων Isocr. пренебрегающий интересами греков.