πάμμικτος: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάμμικτος:''' -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πάμμικτος:''' -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάμμικτος:''' чрезвычайно смешанный, собравшийся отовсюду, разношерстный ([[ὄχλος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = παμμιγής, ὄχλος A.Pers.53 (anap.); ἐπίκουροι ib.903 (lyr.), cf. Aq.Ps.77(78).45, Vett. Val.15.15.
German (Pape)
[Seite 454] = παμμιγής; ὄχλος, Aesch. Pers. 53; ἐπίκουροι, 870.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμικτος: -ον, = παμμιγής, πάμμικτος ὄχλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 53, 904.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé d’éléments mêlés, confus.
Étymologie: πᾶν, μίγνυμι.
Greek Monolingual
πάμμικτος και πάμμεικτος, -ον (Α)
παμμιγής («πάμμικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μικτός (< μειγνυμι)].
Greek Monotonic
πάμμικτος: -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πάμμικτος: чрезвычайно смешанный, собравшийся отовсюду, разношерстный (ὄχλος Aesch.).