ὀψωνιασμός: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ, [[εξοπλισμός]] με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και [[μισθοδοσία]] στρατεύματος, σε Πολύβ.
|lsmtext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ, [[εξοπλισμός]] με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και [[μισθοδοσία]] στρατεύματος, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> снабжение продовольствием Men.;<br /><b class="num">2)</b> выдача продовольственных пайков (в армии) Polyb.
}}
}}

Revision as of 01:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψωνιασμός Medium diacritics: ὀψωνιασμός Low diacritics: οψωνιασμός Capitals: ΟΨΩΝΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: opsōniasmós Transliteration B: opsōniasmos Transliteration C: opsoniasmos Beta Code: o)ywniasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A furnishing with provisions, Men.1050.    2 supplies and pay of an army, Plb.1.66.7, 1.69.7, D.H.8.68.

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, Beköstigung, Verproviantirung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνιασμός: ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, ἔνθα γράφεται καὶ ὀψωνισμός. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 approvisionnement de vivres;
2 p. ext. solde militaire.
Étymologie: ὀψωνιάζω.

Greek Monolingual

ὀψωνιασμός, ὁ (Α) οψωνιάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων
2. οι ζωοτροφές και ο μισθός του στρατεύματος.

Greek Monotonic

ὀψωνιασμός: ὁ, εξοπλισμός με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και μισθοδοσία στρατεύματος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ὀψωνιασμός:1) снабжение продовольствием Men.;
2) выдача продовольственных пайков (в армии) Polyb.