παρακελευστικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακελευστικός:''' -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], [[ενθαρρυντικός]], [[παραινετικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''παρακελευστικός:''' -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], [[ενθαρρυντικός]], [[παραινετικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακελευστικός:''' <b class="num">1)</b> побуждающий, призывающий, зовущий ([[λόγος]] π. ἐπ᾽ ἀρετήν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> грам. (о наречиях или частицах типа [[ἄγε]], [[εἶα]]) побудительный, повелительный.
}}
}}

Revision as of 01:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακελευστικός Medium diacritics: παρακελευστικός Low diacritics: παρακελευστικός Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakeleustikós Transliteration B: parakeleustikos Transliteration C: parakelefstikos Beta Code: parakeleustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A calling out to, cheering on, π. λόγος ἐπὶ τὴν ἀρετήν Pl.Euthd.283b; π. ἐπίφθεγμα, in battle, Poll.4.86; π. [ἐπίρρημα] A.D. Adv.123.12. Adv. -κῶς Sch.Od.8.11.

German (Pape)

[Seite 482] ή, όν, zurufend, ermunternd, λόγος ἐπ' ἀρετήν, Plat. Euthyd. 283 b. – Adv., Schol. Od. 8, 11.

Greek (Liddell-Scott)

παρακελευστικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, ἐπὶ τὴν ἀρετὴν Πλατ. Εὐθύδ. 283Β· π. ἐπίφθεγμα, ἐν μάχῃ, Πολυδ. Δ΄, 86. - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχολ. εἰς Ὀδ. Θ. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à encourager, à exhorter, avec ἐπί et l’acc. ; t. de gramm., en parl. d’adv. (εἶα, ἄγε, etc.).
Étymologie: παρακελεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρακελευστικός, -ή, -όν, ΝΑ παρακελεύομαι
παρακελευσματικός, προτρεπτικός («ὡς παρακελευστικὸς ὁ λόγος ἦν ἐπ' ἀρετήν», Πλάτ.).
επίρρ...
παρακελευστικῶς Α
με παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά.

Greek Monotonic

παρακελευστικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, ενθαρρυντικός, παραινετικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παρακελευστικός: 1) побуждающий, призывающий, зовущий (λόγος π. ἐπ᾽ ἀρετήν Plat.);
2) грам. (о наречиях или частицах типа ἄγε, εἶα) побудительный, повелительный.