παλιμπροδότης: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλιμπροδότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που προδίδει [[εναλλάξ]] και τα δύο μέρη, [[διπλός]] [[προδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[προδότης]]. | |mltxt=[[παλιμπροδότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που προδίδει [[εναλλάξ]] και τα δύο μέρη, [[διπλός]] [[προδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[προδότης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλιμπροδότης:''' ου ὁ предатель, ведущий двойную игру, двурушник Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A traitor to both sides, Din.Fr.89.26, D.S.15.91, App.BC5.96.
German (Pape)
[Seite 449] ὁ, der Verräther, der beide Parteien wechselsweise verräth; Din. bei Poll. 6, 164; D. Sic. 15, 91 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπροδότης: -ου, ὁ, διπλοῦς προδότης, προδότης ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, Δείναρχος, παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 164, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Διόδ. 15. 91· ― πᾰλιμπροδοσία, ἡ, διπλῆ προδοσία, Πολύβ. 5. 96, 4, Διον. Ἁλ. 8. 32, Διόδ. 15. 91, κτλ.
Greek Monolingual
παλιμπροδότης, ὁ (Α)
αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμπροδότης: ου ὁ предатель, ведущий двойную игру, двурушник Diod.