παραφράσσω: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραφράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κλείνω]], [[φράζω]] με [[πρόχωμα]], [[οχυρώνω]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''παραφράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κλείνω]], [[φράζω]] με [[πρόχωμα]], [[οχυρώνω]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραφράσσω:''' атт. [[παραφράττω]] обносить оградой, огораживать, заграждать Polyb.
}}
}}

Revision as of 01:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφράσσω Medium diacritics: παραφράσσω Low diacritics: παραφράσσω Capitals: ΠΑΡΑΦΡΑΣΣΩ
Transliteration A: paraphrássō Transliteration B: paraphrassō Transliteration C: parafrasso Beta Code: parafra/ssw

English (LSJ)

Att. παραφράττω,

   A barricade, πάσας εἰσόδους Hdn.4.1.5, etc. :—Pass., παραπεφράχθαι Plb.10.46.3, ὑπό . . Hdn.3.3.2.

German (Pape)

[Seite 507] att. -ττω (s. φράσσω), durch eine daneben- od. davorgesetzte Einfriedigung, Zaun, Gehäge u. dgl. einschließen; παραπεφράχθαι, Pol. 10, 46, 3; εἰσόδους, Hdn. 4, 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

παραφράσσω: Ἀττ. -ττω, φράττω διὰ προτειχίσματος, ὀχυρώνω, Ἡρῳδιαν. 4. 1, κτλ. - Παθ., Πολύβ. 10. 46, 3, Ἡρῳδιαν. 3. 3.

French (Bailly abrégé)

barricader, barrer, obstruer.
Étymologie: παρά, φράσσω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. παραφράττω Α
φράζω με φραγμό, κλείνω, ασφαλίζω, οχυρώνω με προτείχισμα.

Greek Monotonic

παραφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κλείνω, φράζω με πρόχωμα, οχυρώνω, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παραφράσσω: атт. παραφράττω обносить оградой, огораживать, заграждать Polyb.