παραφράττω

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφράττω Medium diacritics: παραφράττω Low diacritics: παραφράττω Capitals: ΠΑΡΑΦΡΑΤΤΩ
Transliteration A: paraphráttō Transliteration B: paraphrattō Transliteration C: parafratto Beta Code: parafra/ttw

English (LSJ)

Att. of παραφράσσω, barricade, πάσας εἰσόδους Hdn.4.1.5, etc.:—Pass., παραπεφράχθαι Plb.10.46.3, ὑπό… Hdn.3.3.2.

German (Pape)

[Seite 507] att. παραφράττω (s. φράσσω), durch eine daneben- od. davorgesetzte Einfriedigung, Zaun, Gehäge u. dgl. einschließen; παραπεφράχθαι, Pol. 10, 46, 3; εἰσόδους, Hdn. 4, 1, 9.

French (Bailly abrégé)

barricader, barrer, obstruer.
Étymologie: παρά, φράσσω.

Russian (Dvoretsky)

παραφράσσω: атт. παραφράττω обносить оградой, огораживать, заграждать Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

παραφράσσω: : Ἀττ. παραφράττω, φράττω διὰ προτειχίσματος, ὀχυρώνω, Ἡρῳδιαν. 4. 1, κτλ. - Παθ., Πολύβ. 10. 46, 3, Ἡρῳδιαν. 3. 3.

Greek Monolingual

και αττ. τ. παραφράττω Α
φράζω με φραγμό, κλείνω, ασφαλίζω, οχυρώνω με προτείχισμα.

Greek Monotonic

παραφράσσω: Αττ. παραφράττω, μέλ. -ξω, κλείνω, φράζω με πρόχωμα, οχυρώνω, σε Πολύβ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
to enclose with a breastwork, Polyb.