περιβιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]] [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]], [[μεταχειρίζομαι]] όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[μεταχειρίζομαι]] βία [[εναντίον]] ενός προσώπου ή πράγματος, [[παραβιάζω]] («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βιάζω]] / -<i>ομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>)]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]] [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]], [[μεταχειρίζομαι]] όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[μεταχειρίζομαι]] βία [[εναντίον]] ενός προσώπου ή πράγματος, [[παραβιάζω]] («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βιάζω]] / -<i>ομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιβιάζομαι:''' напрягать все силы Aesop. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A use great force, Aesop.103 : c. acc., do violence to, τὴν φύσιν Gal.17(2).177.
Greek (Liddell-Scott)
περιβιάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, ἐπειδὴ δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm.
French (Bailly abrégé)
déployer une grande force.
Étymologie: περί, βιάζομαι.
Greek Monolingual
Α
1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι
2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βιάζω / -ομαι (< βία)].
Russian (Dvoretsky)
περιβιάζομαι: напрягать все силы Aesop.