περιυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιυβρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[μεταχειρίζομαι]] [[πολύ]] άσχημα, [[προσβάλλω]] αναίτια, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] προσβολής, [[υφίσταμαι]] άσχημη [[συμπεριφορά]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περιυβρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[μεταχειρίζομαι]] [[πολύ]] άσχημα, [[προσβάλλω]] αναίτια, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] προσβολής, [[υφίσταμαι]] άσχημη [[συμπεριφορά]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιυβρίζω:''' крайне дурно обращаться, сильно обижать (τινά Her., Arph., Plut.): [[κῶς]] [[ταῦτα]] Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρισθαι; Her. может ли Дарий стерпеть подобное оскорбление?
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιυβρίζω Medium diacritics: περιυβρίζω Low diacritics: περιυβρίζω Capitals: ΠΕΡΙΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: periubrízō Transliteration B: periubrizō Transliteration C: periyvrizo Beta Code: periubri/zw

English (LSJ)

   A insult wantonly, τινα Hdt.5.91, J.AJ7.6.1, Jul.Or.5.159a, etc.; τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ar.V.1319, cf. Th.535 ; τὰ θεῖα π. Plu.Cam.18 :—Pass., to be so treated, πρός or ὑπό τινος, Hdt.2.152, 4.159 ; ὧδε or ταῦτα π., Id.1.114, 3.137 ; οἷα π. Ar.Eq.727; ψυχὴ ὑπὸ λαιμαργίας π. Ph.1.488.

German (Pape)

[Seite 598] das verstärkte ὑβρίζω, sehr mißhandeln, sehr verhöhnen; τοιαῦτα περιύβριζεν αὐτοὺς ἐν μέρει, Ar. Vesp. 1319, wo die Erkl. σκώπτων ἀγροίκως folgt; vgl. Thesm. 535; oft Her. im pass., 1, 114. 2, 152 u. sonst, ταῦτα περιυβρίσθαι 3, 137; ἃ περιύβρισμαι πρὸς τούτου, Luc. bis accus. 33; δούλους, Plut. de educ. lib. 10.

Greek (Liddell-Scott)

περιυβρίζω: κακῶς μεταχειρίζομαι, προσβάλλω ἀπρεπῶς, τινὰ Ἡρόδ. 5. 91, Πλούτ., κλ.· τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ἀριστοφ. Σφ. 1319. πρβλ. Θεσμ. 535. ― Παθ., περιυβρίζομαι, πρὸς ἢ ὑπό τινος Ἡρόδ. 2. 152., 4. 159· ὧδε ἢ ταῦτα π. ὁ αὐτ. 1. 114., 3. 137· οἷα π. Ἀριστοφ. Ἱππ. 727.

French (Bailly abrégé)

traiter indignement, outrager grossièrement.
Étymologie: περί, ὑβρίζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βρίζω, συμπεριφέρομαι με απρεπή και προσβλητικό τρόπο σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὑβρίζω «προσβάλλω»].

Greek Monotonic

περιυβρίζω: μέλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι πολύ άσχημα, προσβάλλω αναίτια, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., γίνομαι αντικείμενο προσβολής, υφίσταμαι άσχημη συμπεριφορά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περιυβρίζω: крайне дурно обращаться, сильно обижать (τινά Her., Arph., Plut.): κῶς ταῦτα Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρισθαι; Her. может ли Дарий стерпеть подобное оскорбление?