περιπεταστός: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιπεταστός:''' -ή, -όν, απλωμένος [[τριγύρω]] ή από πάνω, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''περιπεταστός:''' -ή, -όν, απλωμένος [[τριγύρω]] ή από πάνω, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπεταστός:''' [adj. verb. к [[περιπετάννυμι]] распущенный, т. е. страстный ([[φίλημα]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A spread round or over, π. φίλημα lewd kiss, Ar.Ach.1201.
German (Pape)
[Seite 586] ringsum, darüber ausgebreitet, hingebreitet, φίλημα, ein wollüstiger Kuß mit weitgeöffneten Lippen, Ar. Ach. 1163.
Greek (Liddell-Scott)
περιπεταστός: -ή, -όν, ἐφαπλούμενος ὁλόγυρα, π. φίλημα, ἀκόλαστον φίλημα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1021· πρβλ. χαυνόω.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui se déploie autour.
Étymologie: περιπετάννυμι.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α περιπετάννυμι
1. απλωμένος γύρω γύρω σε κάτι
2. φρ. «περιπεταστὸν φίλημα» — φίλημα με ανοιχτά τα χείλη, φίλημα περιπαθές, λάγνο.
Greek Monotonic
περιπεταστός: -ή, -όν, απλωμένος τριγύρω ή από πάνω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περιπεταστός: [adj. verb. к περιπετάννυμι распущенный, т. е. страстный (φίλημα Arph.).