ποικιλτής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(nl)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ποικιλτής -οῦ, ὁ [ποικίλλω] borduurder.
|elnltext=ποικιλτής -οῦ, ὁ [ποικίλλω] borduurder.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικιλτής:''' οῦ ὁ вышивающий узоры, вышивальщик Aeschin., Plut.
}}
}}

Revision as of 02:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλτής Medium diacritics: ποικιλτής Low diacritics: ποικιλτής Capitals: ΠΟΙΚΙΛΤΗΣ
Transliteration A: poikiltḗs Transliteration B: poikiltēs Transliteration C: poikiltis Beta Code: poikilth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A broiderer, pattern-weaver, Aeschin.1.97, Arist. Mete.375a27, LXXEx.28.6, BGU34 ii 24 (ii/iii A.D.), Chor.in Hermes 17.226, etc.:—fem. ποικῐλ-τρια, Str.17.1.36.

German (Pape)

[Seite 651] ὁ, der bunt machende, mannichfaltig, kunstreich verzierende, bes. der bunte, gestickte Kleider machende, der Sticker; ἀνήρ, Aesch. 1, 97; Plut. Pericl. 12 u. a. Sp., wie LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλτής: -οῦ, ὁ, ὁ ποικίλλων, ὁ ἐργαζόμενος εἰς «κεντήματα», Αἰσχίν. 14. 4, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 29, κτλ. ― θηλ. ποικίλτρια, Στράβων 17, 1, 36.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ouvrier brodeur.
Étymologie: ποικίλλω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ποικίλτρια, ΝΑ ποικίλλω
τεχνίτης ειδικός στα ποικίλματα, στη διακόσμηση υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ποικιλτής: -οῦ, ὁ (ποικίλλω), αυτός που εργάζεται στα κεντήματα, σε Αισχίν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλτής -οῦ, ὁ [ποικίλλω] borduurder.

Russian (Dvoretsky)

ποικιλτής: οῦ ὁ вышивающий узоры, вышивальщик Aeschin., Plut.