Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυωφελής: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυωφελής:''' -ές ([[ὄφελος]]), [[πολύ]] [[ωφέλιμος]], ο [[χρήσιμος]] με πολλούς τρόπους, σε Αριστ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, υπερθ. <i>-ωφελέστατα</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''πολυωφελής:''' -ές ([[ὄφελος]]), [[πολύ]] [[ωφέλιμος]], ο [[χρήσιμος]] με πολλούς τρόπους, σε Αριστ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, υπερθ. <i>-ωφελέστατα</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυωφελής:''' весьма полезный Sext.: πολυωφελὲς ἂν εἴη τὸ περὶ τούτων [[εἰδέναι]] Arst. было бы весьма полезно знать об этом.
}}
}}

Revision as of 02:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυωφελής Medium diacritics: πολυωφελής Low diacritics: πολυωφελής Capitals: ΠΟΛΥΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: polyōphelḗs Transliteration B: polyōphelēs Transliteration C: polyofelis Beta Code: poluwfelh/s

English (LSJ)

ές, (ὄφελος)

   A very useful, Arist.EN 1095a11, D.H.1.36, etc.: Comp., SIG1164 (Dodona, iv/iii B.C.): Sup., λογισμός Ael.NAPraef. Adv. -λῶς, τῇ πόλει Ar.Th.304: Sup. -έστατα X.Eq.Mag.1.1.

German (Pape)

[Seite 678] ές, vielfach oder sehr nützlich; S. Emp. adv. eth. 132; Iambl.; – im adv., Ar. Thesm. 304; – superl. πολυωφελέστατος, Xen. Hipparch. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πολυωφελής: -ές, (ὄφελος) ὁ λίαν ὠφέλιμος, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους ὠφέλιμος, Ἀριστ. Νικ. 1. 3, 7, Διον. Ἁλ. 1. 36, κτλ. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 304· ὑπερθ. πολυωφελέστατα, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fort utile.
Étymologie: πολύς, ὄφελος.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που είναι πολύ ωφέλιμος, χρήσιμος με πολλούς τρόπους.
επίρρ...
πολυωφελῶς ΜΑ
κατά τρόπο πολυωφελή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ωφελής (< ὄφελος, τὸ), πρβλ. κοιν-ωφελής. Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

πολυωφελής: -ές (ὄφελος), πολύ ωφέλιμος, ο χρήσιμος με πολλούς τρόπους, σε Αριστ.· επίρρ. -λῶς, υπερθ. -ωφελέστατα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολυωφελής: весьма полезный Sext.: πολυωφελὲς ἂν εἴη τὸ περὶ τούτων εἰδέναι Arst. было бы весьма полезно знать об этом.