προέκκειμαι: Difference between revisions
σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)
(34) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> προεκτείνομαι, [[προεξέχω]]<br /><b>2.</b> (ως παθ. του [[προεκτίθημι]]) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)<br />β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι [[προηγουμένως]] («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)<br />γ) μνημονεύομαι [[παραπάνω]], προαναφέρομαι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔκκειμαι]] «[[προεξέχω]], προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> προεκτείνομαι, [[προεξέχω]]<br /><b>2.</b> (ως παθ. του [[προεκτίθημι]]) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)<br />β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι [[προηγουμένως]] («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)<br />γ) μνημονεύομαι [[παραπάνω]], προαναφέρομαι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔκκειμαι]] «[[προεξέχω]], προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προέκκειμαι:''' лежать впереди, перен. предшествовать: ἀπὸ τῶν προεκκειμένων γέγονε πρόδηλον Sext. из вышеизложенного стало очевидным. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 1 January 2019
English (LSJ)
A lie before, project beyond, στέρνα τὸ μέτριον π. Philostr. Jun.Im.15: but usu. II Pass. of προεκτίθημι, to be fixed in advance, ἡ προεκκειμένη ἡμέρα Cic.Att.6.5.2; to be set forth previously, τὰ -κείμενα Demetr.Lac.Herc.1012.33, etc.; τὰ -κείμενα προστάγματα PTeb.5.224 (ii B.C.); οἱ -κείμενοι λόγοι A.D.Synt.10.24; αἱ -κείμεναι [ἀρεταί] the above-mentioned . ., Longin.11.1; to be cited above, Ath.3.105c. 2 τὰ -κείμενα πτωτικά case-forms presupposed by or underlying adverbs, A.D.Adv. 170.26.
German (Pape)
[Seite 718] (s. κεῖμαι), vorliegen; vorher auseinandergesetzt sein, S. Emp. adv. phys. 1, 190. Bei Ath. III, 105 b τὰ προεκκείμενα Titel eines Buches des Epicharmus (?).
Greek (Liddell-Scott)
προέκκειμαι: Παθ., κεῖμαι ἀνωτέρω, μνημονεύομαι ἀνωτέρω, Ἀθήν. 105C, Λογγῖν. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 190. 2) προεκτείνομαι πέραν..., στέρνα τὸ μέτριον προεκκείμενα Φιλόστρ. 887.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. προεκτείνομαι, προεξέχω
2. (ως παθ. του προεκτίθημι) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)
β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)
γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι
4. φρ. «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔκκειμαι «προεξέχω, προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»].
Russian (Dvoretsky)
προέκκειμαι: лежать впереди, перен. предшествовать: ἀπὸ τῶν προεκκειμένων γέγονε πρόδηλον Sext. из вышеизложенного стало очевидным.