προδιαλέγομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προδιαλέγομαι:''' Μέσ., με Παθ. αόρ. αʹ, [[μιλώ]] ή [[συζητώ]] από [[πριν]], σε Ισοκρ. | |lsmtext='''προδιαλέγομαι:''' Μέσ., με Παθ. αόρ. αʹ, [[μιλώ]] ή [[συζητώ]] από [[πριν]], σε Ισοκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προδιαλέγομαι:''' раньше беседовать Isocr., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 715] (s. λέγω), vorher mit Einem sprechen; βούλομαι προδιαλεχθῆναι περὶ ἐμαυτοῦ, Isocr. 12, 6; Plut. Fab. 22.
French (Bailly abrégé)
s’entretenir auparavant, parler préalablement : περί τινος de qch.
Étymologie: πρό, διαλέγομαι.
Greek Monotonic
προδιαλέγομαι: Μέσ., με Παθ. αόρ. αʹ, μιλώ ή συζητώ από πριν, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
προδιαλέγομαι: раньше беседовать Isocr., Plut.