προσανερωτάω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσανερωτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρωτώ]] ή ζητώ να μάθω περισσότερα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προσανερωτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρωτώ]] ή ζητώ να μάθω περισσότερα, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσανερωτάω:''' сверх того спрашивать: καὶ εἴ γε προσανηρώτα σε, [[ὁποῖα]], ἔλεγες ἄν; Plat. ну, а если я тебя спрошу еще, какие именно (фигуры), скажешь ты?
}}
}}

Revision as of 02:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανερωτάω Medium diacritics: προσανερωτάω Low diacritics: προσανερωτάω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΕΡΩΤΑΩ
Transliteration A: prosanerōtáō Transliteration B: prosanerōtaō Transliteration C: prosanerotao Beta Code: prosanerwta/w

English (LSJ)

   A ask or inquire further, π. ὁποῖα . . Pl.Men.74c, cf. Ruf.Interrog.3, Gal. 11.188.

German (Pape)

[Seite 750] noch dazu befragen; Plat. Men. 74 c; Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

προσανερωτάω: ἐρωτῶ ἢ ἐρευνῶ περαιτέρω, προσέτι, πρ. ὁποῖα..., Πλάτ. Μένων 74C· εἰ... Κλήμ. Ἀλ. 919.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
questionner en outre.
Étymologie: πρός, ἀνερωτάω.

Greek Monotonic

προσανερωτάω: μέλ. -ήσω, ρωτώ ή ζητώ να μάθω περισσότερα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσανερωτάω: сверх того спрашивать: καὶ εἴ γε προσανηρώτα σε, ὁποῖα, ἔλεγες ἄν; Plat. ну, а если я тебя спрошу еще, какие именно (фигуры), скажешь ты?